- σταθερός
- -ή, -ό / σταθερός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ά, Ν, και σταθηρός, -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. -ή, Α1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.)2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α. «σταθερός καιρός» β. «σταθερές τιμές» γ. «τών πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις», Κάλβ.δ. «ἀρετὴ σταθερά», Ανθ. Παλ.ε. «σταθερὰ σαοφροσύνη», επιγρ.στ. «ἀὴρ εὔδιος σταθερὸς, Διον. Αλ.)3. (για πρόσ.) αυτός που εμμένει σε κάτι4. φρ. «σταθερό(ν) βλέμμα» — βλέμμα προσηλωμένο με θάρρος σε κάποιοννεοελλ.1. φυσ. αυτός που διατηρεί τα αρχικά χαρακτηριστικά του, αμετάβλητος στον χρόνο2. (για χημική ουσία) αυτός που δεν διασπάται παρά μόνο με την πύρωση του σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες ή παρουσιάζει αξιοσημείωτο βαθμό αδράνειας κατά την επίδραση διαφόρων χημικών αντιδραστηρίων3. το θηλ. ως ουσ. η σταθεράφυσ. ποσότητα, αριθμός ή φυσικό μέγεθος που δεν μεταβάλλεται και χαρακτηρίζει γενικές φυσικές ιδιότητες ή αναφέρεται σε ορισμένες ιδιότητες σωμάτων ή οργάνων μέτρησης ή σχετίζεται με τη χρήση ορισμένου συστήματος μονάδων4. φρ. α) «φυσικές σταθερές»φυσ. θεμελιώδεις αμετάβλητες ποσότητες που εμφανίζονται σε βασικές θεωρητικές εξισώσεις τής φυσικής και συχνά αναφέρονται στα στοιχειώδη σωματίδια από τα οποία είναι συγκροτημένη η ύλη και οι οποίες είναι δυνατόν να αποτελούν μαθηματικές εκφράσεις άλλων σταθερώνβ) «σταθερά δράσης τού Πλανκ»φυσ. φυσική σταθερά που εμφανίζεται στις εξισώσεις τής κβαντικής θεωρίαςγ) «σταθερά τής βαρύτητας»φυσ. φυσική σταθερά που συνδέει το μέτρο τής δύναμης τής βαρύτητας η οποία ασκείται ανάμεσα σε δύο σώματα με τις μάζες τους και την μεταξύ τους απόστασηδ) «σταθερά υφής»φυσ. φυσική σταθερά που αποτελεί μαθηματική έκφραση τής μαγνητικής διαπερατότητας τού κενού, τής ταχύτητας τού φωτός στο κενό, τής σταθεράς δράσης τού Πλανκ και τού στοιχειώδους ηλεκτρικού φορτίουε) «σταθερά τού Λόσμιτ»φυσ.-χημ. το πλήθος τών μορίων που περιέχονται σε ένα γραμμομόριο μιας χημικής ένωσης ή το πλήθος τών ατόμων που περιέχονται σε ένα γραμμοάτομο ενός στοιχείου, συμβολιζόμενο με το γράμμα Ν, και το οποίο ισούται με 6, 0231023 μόρια ανά γραμμομόριο, αλλ. αριθμός τού Αβογκάντροστ) «σταθερά αερίων»φυσ. θεμελιώδης φυσική σταθερά, με σύμβολο R, που προκύπτει κατά τη διατύπωση τής καταστατικής εξίσωσης τών αερίων και τής οποίας η τιμή για τα ιδανικά αέρια είναι ίση με το γινόμενο τής πίεσης, Ρ, επὶ τον όγκο, V, διηρημένο με την απόλυτη θερμοκρασία τού αερίου, Τ, δηλαδή R=PV/Tζ) «σταθερά Μπόλτσμαν»φυσ. θεμελιώδης σταθερά, με σύμβολο k, που υπεισέρχεται σε όλους τους τύπους τής κλασικής και κβαντικής φυσικής και είναι ίση με τον λόγο τής σταθεράς τών ιδανικών αερίων προς τον αριθμό τού Αβογκάντρο, δηλαδή k = R/ Ν, ή με 1, 3806210-23 τζάουλ ανά κέλβινη) «σταθερά γαλβανομέτρου» — απόκλιση την οποία προκαλεί ρεύμα μοναδιαίας έντασηςθ) «σταθερά διάδοσης»φυσ. μιγαδική σταθερά που χαρακτηρίζει την εξασθένηση και μεταβολή φάσης ανά μονάδα μήκους ενός ηλεκτρικού μεγέθους κατά την διάδοση τουι) «σταθερά χρόνου»φυσ. χρονικό διάστημα, κατά το πέρας τού οποίου η αρχική τιμή μιας εκθετικής συνάρτησης τού χρόνου υποβιβάζεται κατά τον παράγοντα 1/eια) «ηλιακή σταθερά» — η ηλιακή ακτινοβολία που προσπίπτει στα όρια τής ατμόσφαιρας ανά δευτερόλεπτο και ανά μονάδα κάθετης επιφάνειαςιβ) «θεωρία ή υπόθεση σταθερής κατάστασης»αστρον. κοσμολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία το σύμπαν διατηρεί σταθερή πυκνότητα ύλης με την πάροδο τού χρόνου και η οποία έχει διάφορες παραλλαγέςαρχ.1. (για την επιφάνεια τής θάλασσας ή άλλου υγρού) ατάραχος, ακίνητος, γαλήνιος2. (για λόγο) ήρεμος, ήσυχος, αυτός που διατυπώνεται με περίσκεψη3. φρ. α) «σταθερά μεσημβρία» — το καταμεσήμερο, όταν ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ (Πλάτ.)β) «θέρος σταθερόν» — το μέσο τού θέρους, με τα κυνικά καύματα (Αντίμ.)γ) «νυκτὸς τὸ σταθερώτατον» — τα μεσάνυχτα (Ευνάπ.)δ) «σταθερὸν ἦμαρ» — το μεσημέρι (Απολλ. Ρόδ.)ε) «σταθερὸν ὕδωρ» — στάσιμο νερό (Αππ.).επίρρ...σταθερώς / σταθερῶς ΝΜΑ, και σταθερά Νμε σταθερότητα, χωρίς αλλαγές ή διακυμάνσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σταθ-ερός έχει σχηματιστεί από θ. σταθ- τού εστάθην, παθ. αόρ. τού ἵσταμαι (βλ. λ. ίστημι), παράλληλα με τα επίθετα εὐ-σταθής / ἀ-σταθής κατά το σχήμα ἀκρατής, κρατερός, ἀφανής, φανερός («νόμος τού Caland»)βλ. και λ. ευσταθής].
Dictionary of Greek. 2013.